όλμος
Προφορά
Ετυμολογία
όλμος αρχαία ελληνική ἄλμος (= στρογγυλή πέτρα)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο όλμος
✦ πυροβόλο του οποίου ο σωλήνας έχει μεγάλη διάμετρο και το βλήμα που εκτοξεύει κάνει καμπύλη τροχιά
✦ τύπος βλήματος που εκτοξεύεται από το πυροβόλο αυτό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–