όκιο


όκιο
Προφορά

Ετυμολογία
όκιο └ιταλ┘occhio (=μάτι)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το όκιο

✦ ιδ. στον πληθ. όκια, ανοίγματα κυκλικά στην πλευρά πλοίου στην περιοχή της πλώρης, από τα οποία περνά η αλυσίδα της άγκυρας: ανέβαινε μαζί με το σίδερο ίσαμε τα όκια της πλώρης (Π. Πρεβελάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.