όζον


όζον
Προφορά

Ετυμολογία
όζον └ουδ┘ μτχ. του αρχαίου ελληνικού ρ. ὄζω

Ερμηνεία
όζον

✦ χημικό στοιχείο, αέριο, το μόριο του οποίου αποτελείται από τρία άτομα οξυγόνου, απαντά στην ατμόσφαιρα της γης, έχει την ιδιότητα να απορροφά τις υπεριώδεις ακτινοβολίες και μεγάλη οξειδωτική ικανότητα
✦ τρύπα του όζοντος, περιοχή της ατμόσφαιρας που χαρακτηρίζεται από μη φυσιολογική αραίωση του στρώματος του όζοντος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.