όγκωμα
Προφορά
Ετυμολογία
όγκωμα μεταγενέστερη ελληνική ὄγκωμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το όγκωμα
✦ διόγκωση, εξόγκωση, πρήξιμο
✦ όρος που χρησιμοποιείται στην ανατομία για να δηλώσει έπαρμα, προεξοχή οστού: όγκωμα βραχιόνων – ινιακό όγκωμα – βρεγματικά ογκώματα κτλ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–