όγκος


όγκος
Προφορά

Ετυμολογία
όγκος αρχαία ελληνική ὄγκος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο όγκος

✦ ο χώρος που κατέχει ένα σώμα, στερεό, υγρό ή αέριο
✦ το ίδιο το σώμα που καταλαμβάνει τον χώρο
✦ μεγάλο ποσό ή πλήθος
(μτφ. ) σπουδαιότητα, κύρος, βαρύτητα |(ιατρ.) εντοπισμένη διόγκωση εξαιτίας μιας μη φυσιολογικής ανάπτυξης και πολλαπλασιασμού των κυττάρων ενός ιστού, που πιθανόν να είναι καλοήθης ή κακοήθης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.