όαση
Προφορά
Ετυμολογία
όαση αρχαία ελληνική /Οασις, αιγυπτ. αρχής
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η όαση
✦ μικρή γόνιμη έκταση γης σε έρημο
✦ (μτφ. ) κατάσταση που, παροδικά, ανακουφίζει ή τέρπει τον άνθρωπο, όταν αντιμετωπίζει γενικά δυσμενείς συνθήκες: η παρουσία της κοπέλας αυτής ήταν μια όαση μέσα στην πληκτική ατμόσφαιρα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–