ωφέλιμος
Προφορά
Ετυμολογία
ωφέλιμος αρχαία ελληνική ὠφέλιμος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ωφέλιμος -η, -ο
✦ που ωφελεί, επωφελής, χρήσιμος: σε ό,τι δουλειά με βάλουν, θα πασχίσω να είμαι στην χώρα ωφέλιμος (Κ. Καβάφης) – τα νέα κυβερνητικά μέτρα αποδείχθηκαν ωφέλιμα
✦ ωφέλιμο φορτίο, το βάρος που μπορεί να μεταφέρει ένα όχημα
✦ ουδ. το ωφέλιμο(ν) ως ουσ., η ωφέλεια: φρ. το τερπνόν μετά του ωφελίμου
Συνώνυμα
λυσιτελής, πρόσφορος
Αντίθετα
ανωφελής, βλαβερός, επιζήμιος
Επιρρήματα
ωφέλιμα (Κ ωφελίμως)