ωτοσκλήρυνση Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply ωτοσκλήρυνσηΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/6/ωτοσκλήρυνση.mp3Ετυμολογίαωτοσκλήρυνση └γαλλ┘ otosclérose Ερμηνεία ωτοσκλήρυνση ✦ (Κ ωτοσκλήρυνσις, -εως) χρόνια πάθηση του μέσου αφτιού ή του λαβυρίνθου που οδηγεί σε κώφωση Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–