ωστικός
Προφορά
Ετυμολογία
ωστικός αρχαία ελληνική ὠστικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ωστικός -ή, -ό
✦ που συντελεί στην ώθηση, ωθητικός: ωστικό κύμα από την έκρηξη
✦ (μτφ. ) που έχει τη δύναμη να ωθεί προς τα εμπρός, κινητήριος: λαοί… γεμάτοι από χυμούς και δυνάμεις ωστικές (Οδ. Ελύτης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–