ωοζωοτοκία
Προφορά
Ετυμολογία
ωοζωοτοκία ωοζωοτόκος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ωοζωοτοκία
✦ τρόπος αναπαραγωγής αμφίβιων και ερπετών κατά τον οποίο το θηλυκό γεννά αβγά που παραμένουν και εκκολάπτονται μέσα στο σώμα του μέχρι την έξοδο των νεογνών τα οποία και γεννάει
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–