ωλεκρανικός


ωλεκρανικός
Προφορά

Ετυμολογία
ωλεκρανικός ωλέκρανον

Ερμηνεία
ωλεκρανικός

✦ -α, -ο κ. ωλεκρανικός, -ή, -ό επίθ. (Κ -ος, -ον κ. -ή, -όν) που ανήκει ή αναφέρεται στο ωλέκρανο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.