ωλένη


ωλένη
Προφορά

Ετυμολογία
ωλένη αρχαία ελληνική ὠλένη

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ωλένη

✦ το ένα από τα δύο οστά του πήχη του χεριού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.