ωκεάνιος
Προφορά
Ετυμολογία
ωκεάνιος μεταγενέστερη ελληνική ὠκεάν(ε)ιος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ωκεάνιος -ια, -ιο
✦ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ωκεανό, που προέρχεται από τον ωκεανό: μηδέ η ριπή με χτύπησε του ωκεανίου ανέμου (Κ. Καρυωτάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–