ωδίνω
Προφορά
Ετυμολογία
ωδίνω αρχαία ελληνική ὠδίνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ωδίνω
✦ έχω ωδίνες, κοιλοπονώ: (παροιμ. αρχαία ελληνική φρ.) ώδινεν όρος και έτεκε μυν, για προσδοκίες ή υποσχέσεις που απολήγουν σε μηδαμινό αποτέλεσμα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–