ψόφος


ψόφος
Προφορά

Ετυμολογία
ψόφος μεσαιωνική ελληνική ψόφος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ψόφος

✦ θάνατος ζώου, ιδ. επιζωοτία, θανατικό
✦ (κ. για ανθρώπους χλευαστικά ή ως κατάρα): κακό ψόφο να ‘χει
(μτφ. ) υπερβολικά ψυχρός καιρός, πάρα πολύ κρύο: νερό και χιόνι… περίσσιος ψόφος (Π. Πρεβελάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.