ψόφιος


ψόφιος
Προφορά

Ετυμολογία
ψόφιος ψοφώ (υποχωρητ.)

Ερμηνεία
επίθετο┘ ψόφιος -ια, -ιο

✦ νεκρός
(μτφ. ) άνθρωπος πολύ εξαντλημένος: φρ. ψόφιος απ’ την κούραση
(μτφ. ) μαλθακός, άτολμος, άτονος

Συνώνυμα
θνησιμαίος
Αντίθετα

Επιρρήματα
ψόφια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.