ψωραλέος


ψωραλέος
Προφορά

Ετυμολογία
ψωραλέος αρχαία ελληνική ψωραλέος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ψωραλέος -α, -ο

✦ που έχει ψώρα, ο ψωριάρης
(μτφ. ) πάμφτωχος, άθλιος: το κράτος μας, το ψωραλέο και αγουροσάπιο αυτό έκτρωμα των πατέρων μας (Γ. Θεοτοκάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.