ψωμοτρώγω


ψωμοτρώγω
Προφορά

Ετυμολογία
ψωμοτρώγω ψωμί + τρώγω

Ερμηνεία
ρήμα ψωμοτρώγω

✦ τρώγω το ψωμί άλλου, ζω εις βάρος άλλου
✦ αγοράζω κάτι σε ευτελή τιμή εκμεταλλευόμενος τη δύσκολη θέση, την ανάγκη αυτού που το πουλά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.