ψωμοζητώ


ψωμοζητώ
Προφορά

Ετυμολογία
ψωμοζητώ ψημοζήτης

Ερμηνεία
ρήμα ψωμοζητώ -άς, -ά

✦ ζητιανεύω, διακονεύω: ούτε μου είναι πια μπορετό να αφήσω τις συνήθειές μου και να γίνω πρόσφυγας να τρέχω να ψωμοζητώ (Γ. Θεοτοκάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.