ψωμοζήτης


ψωμοζήτης
Προφορά

Ετυμολογία
ψωμοζήτης μεσαιωνική ελληνική ψωμοζήτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ψωμοζήτης

✦ επαίτης, ζητιάνος

Συνώνυμα
διακονιάρης, ζήτουλας
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.