ψυχοπλάκωση


ψυχοπλάκωση
Προφορά

Ετυμολογία
ψυχοπλάκωση ψυχοπλακώνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ψυχοπλάκωση

✦ κατάθλιψη, δυσάρεστη ψυχική κατάσταση: είχαμε αποκάμει στην ψυχοπλάκωση (Π. Πρεβελάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.