ψυχοπάθεια


ψυχοπάθεια
Προφορά

Ετυμολογία
ψυχοπάθεια └γαλλ┘ psychopathie

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ψυχοπάθεια

✦ κατάσταση ατόμου χαρακτηριζόμενη από το ακαταλόγιστο των ενεργειών, αντικοινωνική ή επιθετική συμπεριφορά, ανικανότητα σύναψης φυσιολογικών σχέσεων με τους άλλους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.