ψυχοδυσληπτικός


ψυχοδυσληπτικός
Προφορά

Ετυμολογία
ψυχοδυσληπτικός └αγγλ┘psychodysleptic

Ερμηνεία
επίθετο┘ ψυχοδυσληπτικός -ή, -ό

✦ αυτός που τροποποιεί, που ενεργεί έτσι, ώστε να μεταβάλλεται η φυσιολογική ψυχική λειτουργία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.