ψυχαναγκασμός


ψυχαναγκασμός
Προφορά

Ετυμολογία
ψυχαναγκασμός ψυχή + αναγκάζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ψυχαναγκασμός

✦ τύπος συμπεριφοράς προς την οποία ωθείται το άτομο από εξαναγκασμούς εσωτερικής προελεύσεως

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.