ψιψιρίζω


ψιψιρίζω
Προφορά

Ετυμολογία
ψιψιρίζω ονοματοπ. λ., από τον ήχο ψι ψι

Ερμηνεία
ρήμα ψιψιρίζω

✦ εξετάζω με υπερβολική προσοχή, με σχολαστικότητα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.