ψιχάλα


ψιχάλα
Προφορά

Ετυμολογία
ψιχάλα από συμφυρμό των ψεκάδα και ψίχαλο

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ψιχάλα

✦ ψιλή βροχή: κι η ψιχάλα που έπιανε ξανά ράντιζε τα χέρια σου γυμνά (Τέλλος Άγρας)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.