ψιλολογώ


ψιλολογώ
Προφορά

Ετυμολογία
ψιλολογώ ψιλο- + κατάλ. -λογώ

Ερμηνεία
ψιλολογώ

✦ -άς, -ά κ. -είς, -ει ρ. (ψιλολόγησα) εξετάζω κάτι λεπτομερειακά, λεπτολογώ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.