ψιλοκόβω


ψιλοκόβω
Προφορά

Ετυμολογία
ψιλοκόβω ψιλο- + κόβω

Ερμηνεία
ρήμα ψιλοκόβω

✦ κόβω κάτι σε ψιλά κομμάτια: ψιλοκομμένος μαϊντανός
✦ τρίβω σε λεπτούς κόκκους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.