ψιλοδουλεμένος


ψιλοδουλεμένος
Προφορά

Ετυμολογία
ψιλοδουλεμένος μτχ. παθ. πρκμ. του ρήματος ψιλοδουλεύω

Ερμηνεία
ψιλοδουλεμένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. επεξεργασμένος με πολλή λεπτότητα

Συνώνυμα

Αντίθετα
χοντροφτιαγμένος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.