ψιλο-


ψιλο-
Προφορά

Ετυμολογία
ψιλο- από το επίθετο ψιλός

Ερμηνεία
ψιλο-

✦ ως α΄ συνθετ. λέξεων επιτείνει ή μετριάζει την έννοιά τους (ψιλοδουλειά, ψιλορωτώ, ψιλοβρέχει κτλ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.