ψιθυρισμός


ψιθυρισμός
Προφορά

Ετυμολογία
ψιθυρισμός μεταγενέστερη ελληνική ψιθυρισμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ψιθυρισμός

✦ ψίθυρος, μουρμουρητό: και με τον φλοίσβον των κυμάτων ψιθυρισμούς γλυκείς θα στέλλω (Ι. Καρασούτσας)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.