ψηφιδωτό


ψηφιδωτό
Προφορά

Ετυμολογία
ψηφιδωτό └ουδ┘ του επιθέτου ψηφιδωτός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το ψηφιδωτό

✦ ζωγραφική παράσταση σε τοίχο ή δάπεδο σχηματισμένη με ποικιλόμορφες ψηφίδες στερεά συγκολλημένες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.