ψηφίζω
Προφορά
Ετυμολογία
ψηφίζω μεταγενέστερη ελληνική ψηφίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ψηφίζω
✦ εκφράζω τη γνώμη μου με ψήφο
✦ δίνω την ψήφο μου σε κάποιον: και καθήκον του νομίζει να ψηφίσει τον κουμπάρο (Γ. Σουρής)
✦ επικυρώνω με την ψήψο μου, υπερψηφίζω
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
καταψηφίζω
Επιρρήματα
–