ψητό


ψητό
Προφορά

Ετυμολογία
ψητό └ουδ┘ του επιθέτου ψητός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το ψητό

✦ κρέας που ψήθηκε σε φούρνο ή σούβλα
(μτφ. ) το ουσιώδες, το κυριότερο σημείο: άσε τις πολλές κουβέντες κι έλα στο ψητό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.