ψηλοκρεμαστός


ψηλοκρεμαστός
Προφορά

Ετυμολογία
ψηλοκρεμαστός ψηλός + κρεμαστός

Ερμηνεία
επίθετο┘ ψηλοκρεμαστός -ή, -ό

✦ που ρίχνεται έτσι ώστε να πέσει από ύψος και κατακόρυφα: (στο ποδόσφαιρο) ψηλοκρεμαστή μπαλιά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ψηλοκρεμαστά

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.