ψευδεπίγραφος
Προφορά
Ετυμολογία
ψευδεπίγραφος μεταγενέστερη ελληνική ψευδεπίγραφος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ψευδεπίγραφος -η, -ο
✦ που φέρεται με το όνομα άλλου και όχι του πραγματικού συγγραφέα, νόθος
✦ αυτός που φέρει ψευδή επιγραφή, τίτλο: αετονύχηδες ιδρύουν ψευδεπίγραφα «πανεπιστήμια» και «κολέγια» χωρίς να τους ενοχλεί καμιά εξουσία (Ελευθεροτυπία)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–