ψευδαίσθηση


ψευδαίσθηση
Προφορά

Ετυμολογία
ψευδαίσθηση ψευδής + αίσθησις

Ερμηνεία
ψευδαίσθηση

✦ (Κ ψευδαίσθησις, -εως) διαταραχή της αισθήσεως που χαρακτηρίζεται από αντιλήψεις φαντασιώδεις, χωρίς εξωτερικό αίτιο ή αντικείμενο
✦ εσφαλμένη, απατηλή ιδέα, άποψη ή εντύπωση: ψευδαίσθηση ελευθερίας – είχε την ψευδαίσθηση ότι ο σύζυγός της ήταν πιστός
✦ φρ. τρέφω ψευδαισθήσεις, διατηρώ, συντηρώ απατηλές ιδέες, απόψεις, συναισθήματα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.