ψαμμίαση


ψαμμίαση
Προφορά

Ετυμολογία
ψαμμίαση αρχαία ελληνική └ουσ┘ ψάμμος (= άμμος)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ψαμμίαση

(ιατρ.) πάθηση των νεφρών, σχηματισμός άμμου (κρυσταλλικών αλάτων) στο ουροποιητικό σύστημα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.