ψαλιδίζω
Προφορά
Ετυμολογία
ψαλιδίζω ψαλίδι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ψαλιδίζω
✦ κόβω με ψαλίδι τις άκρες χαρτιού, υφάσματος, τριχών: είχε παρουσιαστεί στο λόχο με γένια· ξανθά, σγουρά, ψαλιδισμένα μ’ επιμέλεια φανερή (Γ. Θεοτοκάς)
✦ (μτφ. ) ελαττώνω, περικόβω: ψαλιδίζουν τα επιδόματα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–