ψαλίδα
Προφορά
Ετυμολογία
ψαλίδα μεγεθ. του └ουσ┘ ψαλίδι
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ψαλίδα
✦ μεγάλο ψαλίδι
✦ (μτφ. ) ιδ. στη φρ. άνοιγμα της ψαλίδας, διαφορά: να μειωθεί το άνοιγμα της ψαλίδας ανάμεσα σε χαμηλόμισθους και υψηλόμισθους του δημοσίου
✦ έλικας του κλήματος του αμπελιού
✦ αρρώστια των τριχών, που σχίζονται στα δύο
✦ είδος αρθρόποδου, η σκολόπενδρα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–