ψήγμα
Προφορά
Ετυμολογία
ψήγμα αρχαία ελληνική ψῆγμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ψήγμα
✦ ό,τι προέρχεται, από τριβή και απόξεση, απόξεσμα, ρίνισμα
✦ ιδ. πληθ. ψήγματα, λεπτότατα κομμάτια μετάλλου: ψήγματα χρυσού
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–