ψάλτρια
Προφορά
Ετυμολογία
ψάλτρια μεταγενέστερη ελληνική ψάλτης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο ψάλτρια
✦ θηλ. ψάλτρια κ. ψάλτρα αοιδός, τραγουδιστής
✦ αυτός που ψάλλει στην εκκλησία, ιεροψάλτης
✦ ποιητής που υμνεί κάτι, υμνωδός: της Λέσβιας ψάλτρας… το πύρινο το ανάκρασμα (Κ. Παλαμάς)
✦ φρ. απορία ψάλτου βηξ, για κάποιον που δυσκολεύεται να δώσει απάντηση και χρονοτριβεί
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–