ψάλσιμο


ψάλσιμο
Προφορά

Ετυμολογία
ψάλσιμο ψάλλω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το ψάλσιμο

✦ το να ψάλλει κανείς, ψαλμωδία
(μτφ. ) επίπληξη ή μεμψιμοιρία: μόλις μπήκε στο γραφείο άρχισε το ψάλσιμο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.