ψάθα
Προφορά
Ετυμολογία
ψάθα μεγεθ. του ψαθί
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ψάθα
✦ το φυτό τύφη που ευδοκιμεί σε βάλτους
✦ πλέγμα από στελέχη αγρωστοειδών φυτών που χρησιμεύει ως στρωσίδι, χαλί ή στρώμα
✦ ψάθινο καπέλο
✦ φρ. πέθανε – έμεινε στην ψάθα, πέθανε – έμεινε πάμφτωχος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–