χώρισμα
Προφορά
Ετυμολογία
χώρισμα μεταγενέστερη ελληνική χώρισμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το χώρισμα
✦ χωρισμός
✦ ιδιαίτερος χώρος σε μεγαλύτερο
✦ τοίχος, σανίδωμα κτλ. που διαχωρίζει ένα χώρο σε άλλους μικρότερους
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–