χώρα


χώρα
Προφορά

Ετυμολογία
χώρα αρχαία ελληνική χώρα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η χώρα

✦ τμήμα γης με καθορισμένη έκταση, στην οποία κατοικεί ένα σύνολο ανθρώπων, φέρει ένα όνομα και αποτελεί πολιτική και πολιτειακή ενότητα: οι χώρες της Ευρώπης – της Αφρικής
✦ (συνεκδ.) το σύνολο των κατοίκων μιας χώρας: όλη η χώρα αποθέωσε τους ολυμπιονίκες
✦ γεωγραφική περιοχή με ορισμένα φυσικά χαρακτηριστικά: εύκρατες χώρες
✦ περιοχή στην οποία υπάρχει ή παράγεται κάτι ή ευνοείται η ανάπτυξη, η εξέλιξη ενός είδους: η Γαλλία είναι η χώρα του κρασιού – Ελλάδα, η χώρα του ήλιου
✦ (ανατομ.) ορισμένο μέρος της επιφάνειας του σώματος που αντιστοιχεί προς τη θέση ορισμένων οργάνων: νεφρική – καρδιακή χώρα
✦ πόλη
✦ πρωτεύουσα νησιού
✦ φρ. λαμβάνει χώρα, γίνεται, διεξάγεται, τελείται: ένα ιατρικό συνέδριο θα λάβει χώρα στην πόλη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.