χώνω


χώνω
Προφορά

Ετυμολογία
χώνω μεσαιωνική ελληνική χώνω, από το ἔχωσα, αόρ. του αρχαίου ελληνικού χωννύω

Ερμηνεία
ρήμα χώνω

✦ βάζω κάτι βαθιά στο έδαφος και το σκεπάζω με χώμα, παραχώνω
✦ μπήγω: έχωσε το μαχαίρι στην καρδιά
✦ θάβω: άμα πέθανε… σκάψαν και τόνε χώσαν μέσα στο κηπούλι (Π. Πρεβελάκης)
(μτφ. ) βυθίζω, σκεπάζω ή κρύβω μέσα σε άλλο πράγμα ή κάτω από άλλα πράγματα: έχωσε τα ψώνια της βιαστικά στην τσάντα της
(μτφ. ) διορίζω κάποιον κάπου, του βρίσκω δουλειά: ο μακρινός συγγενής του… φρόντισε και τον έχωσε στο Υπουργείο της Γεωργίας ως γραφέα (Γ. Θεοτοκάς)
✦ (μέσ.) χώνομαι, εισδύω, τρυπώνω: είδα τους δυο συντρόφους να χώνονται σ’ ένα χαμηλό μαγαζάκι (Γ. Θεοτοκάς)
✦ επεμβαίνω σε ξένες υποθέσεις: χώνεται παντού
✦ φρ. χώνω κάποιον μέσα, φυλακίζω κάποιον – χώνω τη μούρη μου, επεμβαίνω σε ξένες υποθέσεις: χώνει τη μούρη του στις κρυφές ασχολίες των άλλων (Άγγ. Τερζάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.