χόρτο


χόρτο
Προφορά

Ετυμολογία
χόρτο μεταγενέστερη ελληνική χόρτον

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το χόρτο

✦ ποώδες φυτό, χαμηλό, αυτοφυές ή όχι, χλόη, χορτάρι
✦ φρέσκα ή ξερά φυτά που χρησιμεύουν ως ζωοτροφή: τάισε με χόρτο τα ζώα
✦ χασίς ή μαριχουάνα
✦ πληθ. χόρτα, εδώδιμο φυτό, χορταρικά
✦ τόπος καλυμμένος με χλόη: καθίσαμε στα χόρτα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.