χόλιασμα


χόλιασμα
Προφορά

Ετυμολογία
χόλιασμα χολιάζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το χόλιασμα

✦ οργή, δυσαρέσκεια, θυμός

Συνώνυμα
κάκιωμα, φούρκισμα
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.