χωροεπίσκοπος
Προφορά
Ετυμολογία
χωροεπίσκοπος μεταγενέστερη ελληνική χωρεπίσκοπος
Ερμηνεία
χωροεπίσκοπος
✦ (εκκλ.) κληρικός που από τα τέλη του 20ου αι. και μετά ασκούσε επισκοπική εξουσία στα χωριά και γεν. στην ύπαιθρο χώρα, εξ ονόματος του επισκόπου της πόλης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–